- ᾐόνα
- ᾐόνᾱ , αἰονάωmoistenimperf ind act 3rd sgἠιώνshorefem acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠιόνα — ᾐόνᾱ , αἰονάω moisten imperf ind act 3rd sg ἠιών shore fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠιόνας — ᾐόνᾱς , αἰονάω moisten imperf ind act 2nd sg ἠιών shore fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾐόν' — ᾐόνα , ἠιών shore fem acc sg (attic) ᾐόνι , ἠιών shore fem dat sg (attic) ᾐόνε , ἠιών shore fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾐόνας — ᾐόνᾱς , αἰονάω moisten imperf ind act 2nd sg ἠιών shore fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επηόνιος — ἐπηόνιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στην ήόνα, στην ακτή … Dictionary of Greek
θεηδόχος — θεηδόχος, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*) 1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό 2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την… … Dictionary of Greek